Εισαγωγή
Στη σύγχρονη εκδοχή της διάκρισης των εξουσιών, η σχέση νομοθέτη και δικαστή κάθε άλλο παρά στατική αποδεικνύεται. Για την ακρίβεια, θυμίζει την ταλάντωση του εκκρεμούς: όταν ο δικαστής αυτοπεριορίζεται, η νομοθετική υπεροχή επιβεβαιώνεται, ενώ, όταν η ερμηνεία του διαπλάθει το νόημα του κανόνα, ανάγεται σε «οιονεί» νομοθέτη[1], σε αντιπρόσωπο της βούλησης του λαού, ενίοτε μάλιστα σε θέματα με έντονο πολιτικό ή ηθικό φορτίο. Παρότι στο ελληνικό νομικό σύστημα η νομολογία δεν παράγει δεδικασμένο, είναι προφανές ότι διαμορφώνει μια δικαιοπολιτική ή ηθικοπολιτική πρόσληψη του Συντάγματος[2], αν όχι μια συνεκτική ιδεολογία[3]. Γι’ αυτό και η περιοδολόγηση στην ιστορία των Ανωτάτων Δικαστηρίων συναρτάται με τις αξιακές τους τομές και τις αλλαγές παραδείγματος που αυτές επιφέρουν. Έτσι ανακαλούμε στη μνήμη μας τη νομολογία του Supreme Court για το New Deal[4] ή την εμβληματική απόφαση του Conseil Constitutionnel για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων το 1971[5].
Στη μεταπολιτευτική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ξεχωρίζουν στιγμές, στις οποίες ο δικαστικός λόγος διανοίγει νέους ερμηνευτικούς δρόμους και μεταβάλλει ή δοκιμάζει την κυρίαρχη ανάγνωση του συνταγματικού κανόνα[6]. Αυτές υπαγορεύονται όχι μόνο από τη συγκυρία – εξάλλου, συχνά πρόκειται για αποφάσεις ενάντια στο ρεύμα – αλλά από τις βαθύτερες πεποιθήσεις των δικαστών και τις δικαιοπολιτικές τους παραστάσεις ή τις στρατηγικές τους δεσμεύσεις[7]. Παρούσα, σε πρωτεύοντα ρόλο, υπήρξε σε πολλές από αυτές, καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς δικαστικής της διαδρομής, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ιδίως στο πεδίο των δικαιωμάτων, το οποίο γνώρισε την ίδια περίοδο τη μεγαλύτερη ακμή του.
Ως πολιτικός φιλελευθερισμός[8] εκλαμβάνεται το διαρκές αίτημα για την προστασία των μειοψηφιών από την καταπίεση της πλειοψηφίας, ειδικά, σε ό,τι αφορά το ελληνικό παράδειγμα, στο αμφιλεγόμενο πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας, όπου το πραγματολογικό βάρος της «επικρατούσας» θρησκείας ωθεί τον νομοθέτη σε άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις, τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις έχει ενστερνιστεί και ο δικαστής (για παράδειγμα, στη νομολογία του για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στο σχολείο[9] ή την ανέγερση ναών και ευκτήριων οίκων ή στις υποθέσεις για τον προσηλυτισμό). Αυτές οι εντάσεις απορρέουν από μια άλλοτε υποδόρια και άλλοτε ανοικτή σύγκρουση ανάμεσα στον ελληνικό κοινοτισμό και τον νεωτερικό φιλελευθερισμό[10]. Από τη μία, η ερμηνευτική συσχέτιση του άρθρου 3 παρ.1 Σ. και των άρθρων 13 και 16 παρ.2 Σ. εκβάλλει στην αναγωγή της θρησκευτικής ταυτότητας και της σχέσης Εκκλησίας-Κράτους σε μείζονα δικαιολογητικό λόγο της προνομιακής μεταχείρισης του ορθόδοξου δόγματος στη δημόσια σφαίρα. Από την άλλη, η καθαρή διάκριση και αντιδιαστολή των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων υπαγορεύει τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους – όχι των πολιτών – και την προστασία των μειονοτήτων, καθώς και κάθε ατόμου ξεχωριστά, από αθέμιτες προσβολές του θρησκευτικού του αυτοπροσδιορισμού[11]. Σε αυτό το, μάλλον θολό, νομικό και πραγματικό συγκείμενο τοποθετείται η δικαστική κρίση, σε συγκρούσεις που υπερβαίνουν το νομικό γράμμα και κινητοποιούν συλλογικές ταυτοτικές αντιδράσεις. Εξού και αποκτούν ιδιαίτερη αξία και λειτουργούν παιδαγωγικά κάποιες πολιτικά φιλελεύθερες θέσεις του Δικαστηρίου που διέπουν σημαντικές αποφάσεις του.
Ι. Θρησκευτική ισότητα και ελευθερία της λατρείας
Στην απόφαση 4202/2012, τέθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ το ζήτημα της συνταγματικότητας της αναγκαστικής μεταξικής νομοθεσίας για την ανέγερση ναών και ευκτήριων οίκων και, ειδικότερα, οι όροι αδειοδότησής της από την αρμόδια διοικητική αρχή, ύστερα από απόφαση Τμήματος στην οποία διαπιστώθηκε η εν συνόλω αντίθεσή τους με το Σύνταγμα[12]. Εξάλλου, ήδη από το 1996, το ΕΔΔΑ είχε κρίνει στη γνωστή υπόθεση Μανουσάκης κατά Ελλάδας ότι η ευρύτατη διακριτική ευχέρεια που παρείχε η νομοθεσία στη Διοίκηση για την αδειοδότηση ήταν αντίθετη με τη Σύμβαση[13]. Σύμφωνα με την πλειοψηφία, κρίθηκε θεμιτή η αδειοδότηση από τη Διοίκηση της ανέγερσης ή θέσης σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου, ως χώρου θρησκευτικής λατρείας ετερόδοξων ή ετερόθρησκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδας, εφόσον αυτή γίνεται κατά δέσμια αρμοδιότητα και λαμβάνοντας υπόψη αντικειμενικά στοιχεία, που καταδεικνύουν ότι η θρησκευτική λατρεία τελείται με τους όρους του Συντάγματος. Για την ακρίβεια, η Διοίκηση οφείλει να χορηγεί την επίμαχη άδεια ύστερα από «τη διαπίστωση ότι η θρησκεία, την οποία δηλώνουν ότι πρεσβεύουν οι ενδιαφερόμενοι, είναι γνωστή, ήτοι ότι πρόκειται περί θρησκείας που δεν έχει κρύφιες δοξασίες. Εξάλλου, η μη συνδρομή του αρνητικού όρου, που θέτει το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος για την άσκηση θρησκευτικής λατρείας, ήτοι του όρου της μη προσβολής της δημοσίας τάξεως ή των χρηστών ηθών δια των συγκεκριμένων πράξεων λατρείας, διαπιστώνεται κατά κανόνα με κατασταλτική κρατική δράση. Κατά συνέπεια, η άρνηση χορηγήσεως αδείας ανεγέρσεως ή θέσεως σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου λόγω μη συνδρομής του ως άνω όρου, χωρίς να δύναται εκ των προτέρων να αποκλεισθεί ως συνταγματικώς ανεπίτρεπτη, αφορά κυρίως περιπτώσεις προσώπων που αποδεδειγμένα απειλούν τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη με έκνομες πράξεις θρησκευτικής λατρείας (έχοντας λ.χ. παρελθόν βεβαρημένο με σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις)»[14].
Ως εκ τούτου, στην Ολομέλεια, η αντισυνταγματικότητα εντοπίστηκε αποκλειστικά στο σκέλος της αναγνώρισης στη Διοίκηση διακριτικής ευχέρειας για την έκδοση της σχετικής πράξης. Ωστόσο, στη μειοψηφία, μέλος της οποίας ήταν και η Κ. Σακελλαροπούλου, αποτυπώνεται μια φιλελεύθερη αντίληψη του δικαιώματος στη θρησκευτική λατρεία. Πιο συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται με έμφαση ότι κανένα σύστημα προηγούμενης διοικητικής άδειας δεν συμβαδίζει με το Σύνταγμα και το άρθρο 13 παρ.2, καθώς και με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή μια νομοθετική ρύθμιση που θα προέβλεπε την δια δικαστικής αποφάσεως αναγνώριση θρησκευτικής κοινότητας ως πρεσβεύουσας γνωστή θρησκεία (εξαιρουμένων βεβαίως των θρησκευτικών κοινοτήτων ως προς τις οποίες δεν υφίσταται σχετική αμφισβήτηση διότι έχουν δια νόμου αναγνωρισθεί ως νομικά πρόσωπα). Κατά τα λοιπά, «επιβάλλεται να είναι απολύτως ανεμπόδιστη από τη Διοίκηση η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου από τους ανήκοντες σε τέτοια θρησκευτική κοινότητα, υποκείμενη μόνον στους περιοριστικούς όρους των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και του Κτιριοδομικού Κανονισμού»[15]. Στην ίδια κατεύθυνση, επισημαίνεται εύλογα ότι ακόμη και η διαπίστωση της προσβολής της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών με πράξεις λατρείας, ως λόγος άρνησης της χορήγησης της άδειας, δεν μπορεί να εμπίπτει στη Διοίκηση, αλλά στα δικαστήρια, καθώς προϋποθέτει την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Συμπερασματικά, η διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος συνδέεται με τη δικαστική και όχι τη διοικητική εγγύησή του, καθώς η τελευταία μπορεί, όπως έχει αποδειχθεί από την ίδια την εμπειρία στο πεδίο της ανέγερσης ναών και ευκτήριων οίκων, να αποβεί υπονομευτική, ιδίως όταν πρόκειται για πιστούς-αιτούντες που δεν ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία[16]. Υπ’ αυτή την οπτική, η μειοψηφία εγγράφεται στον φιλελεύθερο εγγυητισμό, δηλαδή στη δυσπιστία στον προληπτικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και στην υπαγωγή της (νόμιμης) απόλαυσης του δικαιώματος στην ex post παρέμβαση του δικαστή.
ΙΙ. Ταυτότητες και απολυτήρια: η προστασία της αρνητικής θρησκευτικής ελευθερίας
Κρίσιμη προβληματική στη θεωρία των δικαιωμάτων δεν συνιστά μόνον η θετική ελευθερία, η οποία ανάγεται στην ελευθερία της βούλησής μας, αλλά και η αρνητική, όπως την έχει προσδιορίσει ο Isaiah Berlin, ως η απουσία εξωτερικών καταναγκασμών και η ύπαρξη εναλλακτικών και δυνατοτήτων για την πραγμάτωσή της[17]. Η μη παρεμπόδιση της ελευθερίας μας από τον κρατικό παρεμβατισμό, ιδίως σε ό,τι αφορά την προσωπική μας αυτονομία, παραπέμπει στη θεμελιώδη ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου, τη διάκριση ανάμεσα στις σχέσεις που διατηρώ με τον εαυτό μου και σε εκείνες με τους άλλους. Κοινώς, η δημιουργία μιας απαραβίαστης σφαίρας του υποκειμένου καταξιώνει από τη μία την ιδιωτικότητά του και από την άλλη τη συμμετοχή του στην κοινωνία[18].
Στην πλούσια νομολογία του ΣτΕ, η κατοχύρωση της αρνητικής ελευθερίας εμπεριέχει την προστασία του ενδιάθετου φρονήματος μας από παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας και ειδικότερα το δικαίωμά μας να μην αποκαλύπτουμε τις πεποιθήσεις μας, ώστε αυτές να μην αποτελέσουν τη βάση για ενδεχόμενες διακρίσεις. Στην περίφημη υπόθεση των ταυτοτήτων (απόφαση ΟλΣτΕ 2281/2001)[19], η Ολομέλεια, στην οποία μετείχε η Κ. Σακελλαροπούλου, έθεσε τις βάσεις για μια περιεκτική νομολογία στο πεδίο της θρησκευτικής ελευθερίας και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αλλά και, συνολικά, για μια φιλελεύθερη πρόσληψη των ατομικών δικαιωμάτων. Το ΣτΕ έκρινε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσιο έγγραφο, όπως το δελτίο ταυτότητας, παραβιάζει καταρχάς τη θρησκευτική ελευθερία και, ειδικότερα, την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 παρ. 1 Σ., άρθρο 9 ΕΣΔΑ), διότι κανείς δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να δηλώσει, για τον σκοπό αυτόν της ταυτοποίησής του, στοιχεία που αφορούν στο ενδιάθετο φρόνημά του. Και αυτό είναι εντελώς αδιάφορο ως προς την πρόθεση αυτοκαθορισμού του. Η δήλωση του θρησκεύματος δεν συνιστά ατομική και ιδιωτική υπόθεση, ούτε απορρέει από την ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός και τη θρησκευτική του ελευθερία, αλλά αφορά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και κυριαρχίας, στην οποία και δεν έχει τελικά καμία θέση, από τη στιγμή που εκείνη αποσκοπεί αποκλειστικά στην ταυτοποίηση του προσώπου. Το θρήσκευμα χαρακτηρίζεται ως ευαίσθητο δεδομένο, του οποίου η συλλογή και καταχώριση συνιστά, κατά τον νόμο και τη νομολογία, επεξεργασία που δεν δικαιολογείται από το δημόσιο σκοπό της ταυτοποίησης, ούτε μπορεί να υπαχθεί στον κανόνα της ελεύθερης συγκατάθεσης, εφόσον ο σκοπός της επεξεργασίας του δεν είναι νόμιμος και σύμφωνος με το Σύνταγμα[20].
Δικαιοπολιτικά, η ΟλΣτΕ 2281/2001 υπηρετεί τη συγκρότηση μιας αφηρημένης και νεωτερικής πολιτικής κοινότητας, με την έμφαση να δίνεται στην καθολική ιδιότητα του πολίτη, δίχως αναφορά σε ταυτοτικά χαρακτηριστικά, έναντι της κοινοτιστικής αντίληψης, σύμφωνα με την οποία προτάσσεται η εγγραφή του υποκειμένου στην επικρατούσα θρησκεία, ή ακόμη και της δημοκρατικής βουλησιαρχικής θεωρίας, που υπολαμβάνει μάλλον ως δεδομένη τη δυνατότητα του λαού ή του έθνους να καθορίζει δια του νόμου (ή δια των δημοψηφισμάτων) την αναγνώρισή του, ακόμη και αν αυτό ενέχει σοβαρά τον κίνδυνο δυσμενούς διάκρισης για μειοψηφικές ομάδες[21]. Περαιτέρω, στο ίδιο το γκρίζο και ρευστό πεδίο της (σχετικής) αυτονομίας του πολιτικού, η υπόθεση των ταυτοτήτων προωθεί μια συγκεκριμένη θεώρηση του κανονιστικού βάρους που φέρουν οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, αποσυνδέοντας ξεκάθαρα το άρθρο 3 Σ. από την απόλαυση της θρησκευτικής ελευθερίας στο άρθρο 13. Κοντολογίς, στην απόφαση των ταυτοτήτων ξεχωρίζει εμβληματικά η αυτοτέλεια της πολιτειακής αρμοδιότητας και αντιδιαστέλλεται είτε από την ιδιωτική βούληση αναγραφής του θρησκεύματος, είτε από τη θέση της Εκκλησίας για την ταυτοποίηση του ατόμου στο δημόσιο χώρο[22]. Μολονότι η ερμηνεία του Συντάγματος δεν έχει καταστεί κρατούσα σε άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στην εφαρμογή του άρθρου 16 παρ.2 Σ. και τον χαρακτήρα των προγραμμάτων σπουδών στην υποχρεωτική εκπαίδευση[23], η 2281/2001 λειτουργεί ως προπομπός και ερμηνευτική πυξίδα για μια σειρά σημαντικών αποφάσεων στο πεδίο των «ταυτοτικών» δεδομένων.
Στην ΟλΣτΕ 1759/2019, με Πρόεδρο την Κ. Σακελλαροπούλου, κρίθηκε αντισυνταγματική η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου. Ειδικότερα, σε συνέχεια της ΟλΣτΕ 2281/2001, το Δικαστήριο σημείωσε ότι «καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυτό της συνείδησης του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο. Διάφορο είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίησης του θρησκεύματος του ατόμου, η οποία, όμως, γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως η ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα κλπ». Περαιτέρω, το ΣτΕ υπογράμμισε ότι ενδεχόμενη αποκάλυψη των πεποιθήσεων μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις και παραβίαση της αρχής της ισότητας, ενώ είναι προφανές ότι, εκτός από την παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, η αναγραφή του θρησκεύματος στα εν λόγω δημόσια έγγραφα παραβιάζει τη νομοθεσία για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα τα ευαίσθητα, διότι δεν διαπιστώνεται, εν προκειμένω, η ύπαρξη νόμιμου σκοπού συλλογής και επεξεργασίας[24].
Η νομολογία για την αναγραφή του θρησκεύματος προδίδει τη σημασία και την υπεροχή που φαίνεται να αποκτά η προστασία των δεδομένων έναντι των άλλων ατομικών δικαιωμάτων. Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας συναρτάται στενά με τον χαρακτηρισμό του θρησκεύματος ως ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου και την υπαγωγή του στις αυστηρές διατάξεις του ΓΚΠΔ για την ελευθερία της συγκατάθεσης. Τα στοιχεία του αυτοκαθορισμού μας, αυτά που συγκροτούν τελικά τον πληροφοριακό εαυτό μας, προτάσσονται στον συλλογισμό και τις σταθμίσεις του δικαστή. Σε αυτόν τον χώρο φαίνεται να εντοπίζεται η πιο ισχυρή εγγύηση της (θρησκευτικής) ισότητας και ελευθερίας, ώστε η τελευταία να μην συνιστά, όπως σε πλείστες περιπτώσεις στο παρελθόν, κανόνα διαφοροποίησης και αποκλεισμού[25].
ΙΙΙ. Η αναζήτηση της επάλληλης συναίνεσης
Ο βαθμός προστασίας του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία εξαρτάται κατά κανόνα από το πως αντιλαμβάνεται ο νομοθέτης και ο δικαστής τη σχέση μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, καθώς και την αόριστη ερμηνευτικά ρήτρα του δημοσίου συμφέροντος. Κι αυτό γιατί στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου η δημοκρατική αρχή περιορίζεται εξαρχής από τον συνταγματισμό και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων ως ισχυρών αξιώσεων, που επιτελούν τελικά την υπέρβαση της καθαρά πλειοψηφικής εκδοχής της, ενώ το δημόσιο συμφέρον πρέπει να ερμηνεύεται στενά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ώστε κάθε περιορισμός δικαιώματος να κριθεί σύμφωνος με το Σύνταγμα[26]. Αυτή η στάθμιση διαμεσολαβείται συχνά από το πολιτισμικό βάρος της επικρατούσας θρησκείας, το οποίο αναπτύσσει, όπως γνωρίζουμε από σειρά αποφάσεων του ΣτΕ, τη δική του κανονιστικότητα[27]. Ο διάλογος του Κράτους με το θρησκευτικό φαινόμενο είναι συνεχής και δυναμικός: όπως επισημαίνει η Κ. Σακελλαροπούλου, έχοντας μια συνολική εποπτεία της νομολογίας, «οι σταθμίσεις και οι εκτιμήσεις των δικαστών αποδεικνύουν ότι η κανονιστικότητα του θρησκευτικού φαινομένου έχει πολλαπλά επίπεδα. Άλλοτε ο δικαστής αξιολογεί ως πρωταρχική συνταγματική εντολή τη διαφύλαξη της θρησκευτικής συνείδησης και άλλοτε μετράει το ιστορικό και κοινωνικό βάρος της πλειοψηφικής πεποίθησης. Έτσι, μοιάζει η θρησκευτική ελευθερία ως αρνητική ελευθερία να ενισχύεται (π.χ. στις ταυτότητες και τα απολυτήρια ή στον προσηλυτισμό και την απαλλαγή από τα θρησκευτικά), αλλά, ταυτόχρονα, και να υποχωρεί, όταν η θρησκεία τέμνεται με την κρατική παρέμβαση σε κοινωνικά (όπως η εκπαίδευση) ή συμβολικά (π.χ. οι αργίες ή τα σύμβολα στο δημόσιο χώρο) πεδία»[28]. Συνεπώς, αναδεικνύεται μια κρατούσα «νομολογιακή αμφιθυμία», σύμφωνα με τον Ε. Βενιζέλο, που αναλύεται στον ρευστό εσωτερικό διάλογο των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας για την κανονιστική επίδραση της ορθόδοξης πλειοψηφίας και την ερμηνεία του Συντάγματος (ιδίως του άρθρου 3 και του 16 παρ.2 Σ.) σε σχέση με την ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ[29].
Τούτο δεν σημαίνει ότι στα μέλη του Δικαστηρίου δεν επιβεβαιώνεται μια ισχυρή αντίληψη για την κοσμική αποστολή της δημόσιας υπηρεσίας και την αποσύνδεση της απόλαυσης των δικαιωμάτων μας από το άρθρο 3 του Σ. Στην απόφαση 210/2020, με πρόεδρο την Κ. Σακελλαροπούλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί το ΠΔ 18/2018 για τον Οργανισμό του υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κρίνοντας ότι είναι συνταγματική η αφαίρεση από τον εν λόγω Οργανισμό, της «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης», δηλαδή της θρησκευτικής αγωγής των νέων. Ειδικότερα, η Ολομέλεια επισήμανε ότι ««το γεγονός ότι καθορίζεται ως αποστολή του υπουργείου η ανάπτυξη και συνεχής αναβάθμιση της παιδείας με σκοπό την ηθική, πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της λατρείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων, ενεργών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών κλπ, χωρίς να αναφέρεται ρητώς η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά η προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπως άλλωστε δεν αναφέρεται κατά γράμμα ούτε η επαγγελματική αγωγή των Ελλήνων ή η διάπλασή τους σε υπεύθυνους πολίτες, δεν έχει την έννοια ότι οι σκοποί αυτοί παύουν να αποτελούν σκοπούς της παιδείας κατά παράβαση του Συντάγματος».
Επιπρόσθετα, η συγκλίνουσα γνώμη της Κ. Σακελλαροπούλου, δύο αντιπροέδρων και τεσσάρων συμβούλων Επικρατείας, αναφέρει ότι «από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει ως σκοπό τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, καθώς και, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως η τελευταία νοηματοδοτείται και από τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 13, με την οποία καθιερώνεται το απαραβίαστο της ελευθερίας της». Καταληκτικά, το άρθρο 1 του επίμαχου Οργανισμού, στο οποίο αναφέρει ότι το υπουργείο Εθνικής Παιδείας, έχει ως αποστολή, μεταξύ των άλλων σκοπών του, «την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όχι μόνον δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τον εξουσιοδοτικό νόμο, αλλ’ αντιθέτως, αποδίδει με τον πληρέστερο τρόπο το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 13 παρ.1 και 16 παρ.2 του Συντάγματος και 54 του ν. 4178/2013»[30].
Στην (παρεμπίπτουσα) απόφαση 71/2019 (Πρόεδρος η Κ. Σακελλαροπούλου), το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέτασε το αίτημα των αιτούντων να αφαιρεθεί από την αίθουσα του Δικαστηρίου η θρησκευτική εικόνα, διότι, όπως υποστήριξαν οι τελευταίοι, «η δίκαιη δίκη προϋποθέτει την αμεροληψία και ανεξαρτησία του Δικαστηρίου όχι μόνον ως προς το ενδιάθετο φρόνημα των Δικαστών, αλλά και ως προς τα εξωτερικά στοιχεία της επιβαλλόμενης θρησκευτικής ουδετερότητας της αίθουσας, εντός της οποίας θα εκδικαστεί η υπόθεσή τους». Το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ από μόνη τη διατήρηση, κατά την επίμαχη συνεδρίαση, της παραπάνω μακροχρόνιας πρακτικής, η οποία εμπίπτει κατ’ αρχήν στο περιθώριο εκτίμησης του ελληνικού κράτους (…) ενόψει και της συνταγματικής πρόβλεψης περί επικρατούσας θρησκείας, στον νομοθέτη δε εναπόκειται να αποφασίσει εάν θα διακόψει, κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, τη μακροχρόνια αυτή πρακτική που ακολουθείται εθιμικά». Το ΣτΕ συγκράτησε εν προκειμένω την πολιτισμική σημασία της πρακτικής και την (αποκλειστικά) εθιμική της κατοχύρωση, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την αρμοδιότητα του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη να αποφανθεί στο συγκεκριμένο ζήτημα, σεβόμενο, όπως κατ’ αναλογία πράττει και το ΕΔΔΑ, το περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών[31].
Εξάλλου, όπως τονίστηκε, «οι αιτούντες, με την υποβολή του κρινόμενου αιτήματος απομάκρυνσης της θρησκευτικής εικόνας από την αίθουσα συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν επικαλούνται, ούτε αποδεικνύουν οποιαδήποτε βλάβη που τυχόν υφίστανται από την τήρηση της παραπάνω πρακτικής, όπως, λόγου χάριν, επιρροή του θρησκευτικού συμβόλου στο φρόνημα των μελών της συνθέσεως που θα εκδικάσει την υπόθεσή τους, ή στην άσκηση των δικαιωμάτων τους στο ακροατήριο ή στον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας, ούτε, άλλωστε, επικαλούνται ότι η διενέργεια διαδικαστικών πράξεων σε δικαστικές αίθουσες με αναρτημένα θρησκευτικά σύμβολα έχει επιδράσει, κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαστική αμεροληψία, στο περιεχόμενο απόφασης τούτου είτε και άλλου δικαστηρίου, η οποία αφορά σε αντικείμενο ίδιο ή παρεμφερές με αυτό των προαναφερόμενων αιτήσεων ακυρώσεως»[32].
Στις παραπάνω σημαντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πολιτικός φιλελευθερισμός εστιάζει στην εγγύηση των δικαιωμάτων μας, αλλά δεν είναι ποτέ απολύτως αφηρημένος ή ανιστορικός: τοποθετείται μέσα σε ένα ιστορικό, πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον[33] και μοιάζει να προσανατολίζεται σε αυτό που στη θεωρία ενός από τους πιο επιφανείς πολιτικούς φιλοσόφους, του John Rawls, αποκαλείται «επάλληλη συναίνεση» (overlapping consensus), δηλαδή την αναζήτηση ενός έλλογου consensus ανάμεσα στις επιμέρους εκφάνσεις και αντιλήψεις του θρησκευτικού φαινομένου, με άξονα τον πλουραλισμό και την ανεκτικότητα, καθώς και τον διαρκή αναστοχασμό των κοινοτήτων, ως προς τα θεμέλια των πεποιθήσεών τους. Αυτή η κατεξοχήν πολιτική αντίληψη της δικαιοσύνης, που αυτονομείται από τις επιμέρους θεωρίες του αγαθού, αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των εύλογων και περιεκτικών δογμάτων και στον αποκλεισμό των ανορθολογικών, στο πλαίσιο της ρύθμισης της δημόσιας ταυτότητας και έκφρασης των πολιτών[34].
Επίλογος
Στο πεδίο της θρησκευτικής ελευθερίας, η Πολιτεία δεν είναι τυφλή, ούτε αποφεύγει τον διάλογο με τη θρησκεία και τις θρησκευτικές κοινότητες. Αντιθέτως, διαλέγεται συνεχώς με αυτές και ιδίως με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, χωρίς πάντως να παραλείπει να προσδιορίζει τα όρια που επιτάσσει ο συνταγματικός κανόνας και η ΕΣΔΑ. Σε αυτή την κατεύθυνση, η δικαστική κρίση και συμβολή, με την έννοια της αυθεντικής ερμηνείας, δηλαδή της σήμανσης του συνταγματικού κανόνα, δεν εξαντλείται στο γράμμα, ούτε συνιστά μια θεωρητική άσκηση σε συνθήκες εργαστηρίου. Οι διαφορετικές αναγνώσεις των ίδιων διατάξεων από τους δικαστές, οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες, οι συγκλίνουσες και αποκλίνουσες γνώμες, προκύπτουν από τον αξιακό πλουραλισμό ή τον ερμηνευτικό και νομολογιακό σχετικισμό[35], με λίγα λόγια από τη βαθύτερη δικαιοπολιτική αντίληψη του δικαστή για τα όρια της ερμηνείας του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία και, μοιραία, στην ελληνική έννομη τάξη, για το θεσμικό βάρος της επικρατούσας θρησκείας. Η δικαστική εξουσία δοκιμάζεται, με τη σειρά της, στην εποχή των ταυτοτήτων και των προκλήσεων για την ειρηνική συνύπαρξη των πολιτισμών και των θρησκειών, καθώς η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα καθίσταται ολοένα και πιο θολή[36]. Η επιθετική εξωστρέφεια και η κοινοτιστική θερμότητα του θρησκευτικού συναισθήματος αναμετράται συνεχώς με την ψυχρότητα της νεωτερικής φιλελεύθερης δημοκρατίας[37]. Όπως το θέτει η Κ. Σακελλαροπούλου, «στα ευρωπαϊκά Κράτη ∆ικαίου, αναζητείται μια δίκαιη και εύλογη ισορροπία ανάμεσα στην πλειοψηφική υπεροχή της θρησκείας των πολλών και την προστασία της συνείδησης όλων μας»[38].
Γιώργος Ν. Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ
Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου (υπό έκδοση από την Ελληνική Εταιρεία Δικαίου του Περιβάλλοντος, Σάκκουλας, 2022)
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. M. Troper, La logique de la justification du contrôle de constitutionnalité des lois, Le droit et la nécessité, PUF, Léviathan, 2011, σελ. 113-137, επίσης για τη σχέση αυτή ως μέρος μιας αρχιτεκτονικής των θεσμών D. Kyritsis, Shared Authority. Courts and Legislators in Legal Theory, Hart Publishing, 2014, ιδίως σελ. 93 επ.
[2] Γ. Τασόπουλος, Το ηθικοπολιτικό θεμέλιο του Συντάγματος, Αντ. Σάκκουλας, 2001, Π. Σούρλας, Δίκαιο και δικανική κρίση. Μία φιλοσοφική αναθεώρηση της μεθοδολογίας του δικαίου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2017, ιδίως για τη δικαιοδοτική πράξη σελ. 239 επ. σελ. C. Mendes, Constitutional courts and deliberative democracy, Oxford University Press, 2013, σελ. 176-219.
[3] Με το αρνητικό, τουλάχιστον στη θετικιστική θεωρία, πρόσημο για το δίκαιο, βλ. O. Pfersmann, De l’impossibilité du changement de sens de la constitution, Mélanges en l’honneur de Pierre Pactet. L’esprit des institutions, l’équilibre des pouvoirs, Dalloz, 2003, σελ. 356 επ.
[4] Γ. Γεραπετρίτης, Ο έλεγχος των οικονομικών επιλογών από τον δικαστή: Προβολές του New Deal, ανάρτηση σε www.constitutionalism.gr, (28/7/2011).
[5] C.C., Décision n° 71-44 DC du 16 juillet 1971, Loi complétant les dispositions des articles 5 et 7 de la loi du 1er juillet 1901 relative au contrat d’association, https://www.conseil-constitutionnel.fr/decision/1971/7144DC.htm και το εκτενές αφιέρωμα στα 50 χρόνια της απόφασης, https://www.conseil-constitutionnel.fr/actualites/les-cinquante-ans-de-la-decision-liberte-d-association.
[6] Βλ. αντί πολλών την ανάλυση της νομολογίας του ΣτΕ υπό το πρίσμα της ερμηνείας από τον Σ. Βλαχόπουλο, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, Ευρασία, 2014, σελ. 101 επ.
[7] Βλ. τις παρατηρήσεις, με αφορμή τη γαλλική νομολογία, του J. Meunier, Le pouvoir du Conseil constitutionnel. Essai d’analyse stratégique, 1994, με έμφαση, τόσο στις «εσωτερικές», όσο και στις «εξωτερικές» δεσμεύσεις του δικαστή (για τις πεποιθήσεις, ιδίως σελ.104-122).
[8] Στην ελληνική βιβλιογραφία του συνταγματικού δικαίου, την έννοια του πολιτικού φιλελευθερισμού, καθώς και την πρακτική του σημασία στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων, έχει αναδείξει με ενάργεια ο Σ. Τσακυράκης σε Iδίου, Οι καταβολές του συνταγματικού φιλελευθερισμού στο έργο των Hobbes και Locke, ΠΝ Σάκκουλας, 1992 και Θρησκεία κατά τέχνης, Πόλις, 2011.
[9] Στην απόφαση ΣτΕ 660/2018, το Δικαστήριο (σκέψη 14) υπογραμμίζει ότι, «η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως “επικρατούσης” στην Ελλάδα, της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού αποτελούσε την εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952) και συνιστά μέχρι σήμερα βασικό στοιχείο της συνταγματικής παραδόσεως της Χώρας». Έτσι, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το μοναδικό πρόγραμμα διδασκαλίας των θρησκευτικών που αποδεικνύεται συμβατό με το άρθρο 16 παρ.2 Σ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ.1Σ, είναι το κατηχητικό. Βλ. σχετικά Ε. Βενιζέλο, Το μάθημα των θρη- σκευτικών και ο δημόσιος χώρος – Το συνταγματικό και διεθνές νομικό πλαίσιο της διδασκαλίας των θρησκευτικών και το δικαίωμα εξαίρεσης από αυτή, σε Ιδίου, Η Δημοκρατία μεταξύ Ιστορίας και συγκυρίας, Πατάκης, 2018, σελ. 459 επ., Γ. Σταυρόπουλο, Το μάθημα των θρησκευτικών υπό το φως της πρόσφατης 660/2018 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ, 4-5/2018, σελ. 358-360 και Γ. Σωτηρέλη, Θεοκρατικός Κατηχητισμός ή Δημοκρατική Πολυφωνία; Το «όπισθεν ολοταχώς» της πρόσφατης απόφασης της «Ολομέλειας» του ΣτΕ, ανάρτηση σε www.constitutionalism.gr (27/5/2018), Κ. Τσιτσελίκη, Η θρησκεία στα σχολεία: Τα συνταγματικά και διεθνή όρια, ανάρτηση σε www.constitutionalism.gr (7/12/2019), Μ. Πικραμένο, Το μάθημα των θρησκευτικών σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία, ΤοΣ, 1-2/2020, σελ. 439 επ. Λ. Παπαδοπούλου, Θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία – μία συνολική αποτίμηση, Το Σύνταγμα, τεύχος 1-2/2020, 866-886. Επίσης βλ. Γ. Δρόσο, Η ιδεολογία ως νομολογία στο παράδειγμα της απόφασης ΣτΕ 660/2018, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Τιμητικός Τόμος Αντώνη Μανιτάκη, Σάκκουλας, 2019, σελ. 565 επ. Στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 1749-1752/2019, το Δικαστήριο διατηρεί την αντίληψη περί της κανονιστικότητας του άρθρου 3 και τη σχέση του με το άρθρο 16 παρ.2 Σ,. επιλέγοντας πιο ήπιες διατυπώσεις σε σχέση με την 668/2018. Ειδικότερα, «σε σχέση με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές. Εξάλλου, οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας» (από την αναλυτική περίληψη της απόφασης σε www.ethemis.gr, ανάρτηση 30/9/2019). Βλ. σχόλιο Ε. Βενιζέλου, Η αμφιθυμία της πρόσφατης νομολογίας γύρω από τη θρησκευτική ελευθερία και το μάθημα των θρησκευτικών. Ο εσωτερικός διάλογος στο Σ.τ.Ε. και οι αποκλίσεις από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α, Νομοκανονικά, 1/2020, σελ. 19-30.
[10] Βλ. Λ. Παπαδοπούλου, Περί του θρησκεύματος των ταυτοτήτων, Το Σύνταγμα, 4-5/2000, σελ. 719 επ, L. Papadopoulou, Schooling as a basis for naturalisation: Exploring the educational and
philosophical underpinnings of a legal debate in Greece, σε Alessandra Viviani (επιμ.), Global
Citizenship Education, Multiculturalism and Social Inclusion in Europe – The Findings of the «I
have Rights» project, Coimbra: Agosto 2018, σελ. 201 επ. (220).
[11] Βλ. το αφιέρωμα Εκκλησία, Θρησκεία και Σύνταγμα του περιοδικού Το Σύνταγμα (επιμ. Λίνα Παπαδοπούλου), τ. 1-2/2020 και τη συμβολή του Α. Μανιτάκη, Η θρησκευτική ουδετερότητα του Συντάγματος και του κράτους σε μια πλουραλιστική (και πολυπολιτισμική) κοινωνία, σελ. 289 επ. και του Χ. Ράμμου, Το πρόβλημα της θρησκευτικής ετερότητας στην Ευρώπη-Η λησμονημένη καθολικότητα του πολίτη, σελ. 1 επ.
[12] Βλ σχόλιο Α. Καϊδατζή, Αρμ., 4/2013, σελ. 807 επ., Ι. Κονιδάρη, Νομοκανονικά, 1/2013, σελ. 135 επ. Όπως επισημαίνει η Λ. Παπαδοπούλου πρόκειται για μια «νομολογιακή αδρανοποίηση της μεταξικής νομοθεσίας». Βλ. Ιδίας, Θρησκεία και Σύνταγμα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σήμερα: δέκα σύντομα σχόλια για επίκαιρα ζητήματα, σε Α-Κ. Δημοπούλου (επιμ.), Θρησκευτική ελευθερία – Επίκαιρα Νομικά Ζητήματα, Πρακτικά Ημερίδας ΚΔΕΟΔ 25/02/2019, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας 2019, σελ. 74.
[13] Βλ. Μανουσάκης κ.ά κατά Ελλάδας, 18748/91, 26.9.1996, §48 σε Γ. Κτιστάκη, Άρθρο 3, Ξ. Κοντιάδης-Ι. Σαρμάς-Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2021, σελ.549.
[14] Σκ. 8.
[15] Σκ. 8
[16] Στη θεωρία ασκείται κριτική στην απαίτηση της χορήγησης ειδικής άδειας από τη Διοίκηση για τη λειτουργία του ναού ή του ευκτηρίου οίκου, καθώς πρόκειται στην πραγματικότητα για προληπτικό έλεγχο της ελευθερίας της λατρείας και συνιστά κατά την κρατούσα άποψη κοινό τόπο η ανάγκης της κατάργησης των σχετικών διατάξεων (που έχουν εξάλλου τεθεί υπό διαφορετικό συνταγματικό πλαίσιο, εκείνο του Συντάγματος του 1911) και η αντικατάστασή τους κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις συνταγματικές επιταγές. Ο Ι. Κονιδάρης υπογραμμίζει ότι ικανή προϋπόθεση θα αποτελούσε η άδεια δομήσεως σύμφωνα με τον ΓΟΚ, ενώ η λειτουργία των εν λόγω τόπων λατρείας πρέπει να υπόκειται σε κατασταλτικό διοικητικό έλεγχο. Βλ. Ιδίου, Άρθρο 13 σε Φ. Σπυρόπουλου-Ξ. Κοντιάδη-Χ. Ανθόπουλου-Γ. Γεραπετρίτη, Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σελ.297-298.
[17] Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, εκδ. Scripta, Αθήνα 2001, σελ.270 επ. σχετικά στην πρόσφατη βιβλιογραφία την ωραία σύνοψη της S. Perera, Le principe de liberté en droit public français, Bibliothèque de Droit Public, LGDJ, Paris 2021. Για την αρνητική θρησκευτική ελευθερία, Γ. Κτιστάκις, Άρθρο 9 σε Ξ. Κοντιάδη-Ι. Σαρμά-Χ. Ανθόπουλου (επιμ.), ΕΣΔΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2021, σελ. 540 επ.
[18] Για την ιδέα αυτή που θεμελιώνει τη σύγχρονη συμβασιοκρατία βλ. Olivier Cayla – Yan Thomas, Du droit de ne pas naître, Gallimard, Paris, 2003 και την κριτική της από Michela Marzano, Je consens, donc je suis…, PUF, Paris, 2006.
[19] Για το θέμα των ταυτοτήτων βλ. το σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Το Σύνταγμα», 4-5/2000 και ειδικότερα τη μελέτη της Λ. Παπαδοπούλου, Περί του θρησκεύματος των ταυτοτήτων, ό.π., σελ. 676 επ. Επίσης, Α. Μανιτάκης, Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος – Έθνος, στη σκιά των ταυτοτήτων, Αθήνα, Νεφέλη, 2001, Adamadia Polis, Ελλάδα: Ένα προβληματικό κοσμικό κράτος, σε Δ. Χριστόπουλο (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα Αθήνα, Κριτική 1999, σ. 169 επ.
[20] Βλ. Γ. Καραβοκύρη, Από τις ταυτότητες στα απολυτήρια: προσωπικά δεδομένα και θρησκευτική ελευθερία στην εκπαίδευση, ΘΠΔΔ, 8-9/2019, σελ. 833.
[21] Βλ. για τη σχέση δημοκρατίας και φιλελευθερισμού, με αφορμή το ζήτημα των ταυτοτήτων, Λ. Παπαδοπούλου, Περί του θρησκεύματος των ταυτοτήτων, ό.π., σελ. 713 επ.
[22] Για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας βλ. A. Mανιτάκη, Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος-Έθνος. Στη σκιά των ταυτοτήτων, ό.π, 2001. Επίσης, Ε. Βενιζέλο, Παρελθόν, παρόν και μέλλον των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, Το Σύνταγμα, τ.1-2/2020, σελ. 255 επ.
[23] Ειδικότερα για το θέμα θρησκευτικής ελευθερίας και εκπαίδευσης βλ. Λ. Παπαδοπούλου, Οι σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας. 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, ό.π., σελ. 653 επ., Γ. Σωτηρέλη, Θρησκεία και εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, Αθήνα, Αντ. Σάκκουλας, 1993, Π. Μαντζούφα, Θρησκεία και εκπαίδευση. Το ιστορικό και συνταγματικό πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ανάρτηση σε www.constitutionalism.gr (6/5/2011) και Ιδίου, Θρησκευτική ελευθερία στην εκπαίδευση στην Μεσογειακή Ευρώπη, The Books’ Journal, τ. 86, Απρίλιος 2018, σελ. 30 επ., K. Χρυσόγονο, Θρησκευτική εκπαίδευση και επικρατούσα θρησκεία, ΕΝΟΒΕ, 2000, σελ. 89 επ.
[24] Βλ. σκ. 8,9,14, σχόλιο Γ. Ανδρουτσόπουλου, Νομοκανονικά, 1/2020, σελ. 180 επ. Βλ, στο ίδιο πνεύμα και την απόφαση 28/2019 της ΑΠΔΠΧ για την αναγραφή του θρησκεύματος στους τίτλους σπουδών με σχόλιο Γ. Καραβοκύρη, ό.π.
[25] Γ. Καραβοκύρης, ό.π., σελ. 838, Δ. Δημούλης, Η θρησκευτική ελευθερία ως κανόνας διάκρισης και έννοια αποκλεισμού σε Δ. Χριστόπουλο (επιμ.), Η ετερότητα ως σχέση εξουσίας, Αθήνα, Κριτική, 2002, σελ. 77 επ.
[26] Σε αυτό το σύνθετο ζήτημα, με έμφαση στην προτεραιότητα της ίσης ελευθερίας, επικεντρώνεται η πρόσφατη μονογραφία του Ν. Παπασπύρου, Συνταγματική ελευθερία και δημόσιοι σκοποί. Σε αναζήτηση της θεμιτής πλοκής, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2019, βλ. ιδίως σελ. 43-46.
[27] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Oι σχέσεις κράτους και εκκλησίας ως σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες, Παρατηρητής, 2000. Επίσης, τις κριτικές παρατηρήσεις της Λ. Παπαδοπούλου, Οι σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας. 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, ό.π., σελ. 647 επ. και την πρόσφατη μονογραφία του Ι. Σαρμά, Σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας. Πώς μπορεί να αναθεωρηθεί συναινετικά το άρθρο 3 του Συντάγματος;, Σάκκουλας, 2019. Ακόμη, τις παρεμβάσεις των Γ. Σωτηρέλη, Η διαρκής πρόκληση της συνταγματικής αναθεώρησης των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, ΤοΣ, 1-2/2020, σελ.301 επ., Ι. Καμτσίδου, Οι συνταγματικά μετέωρες σχέσεις εκκλησίας και κράτους, ΤοΣ, 1-2/2020, σελ.325 επ.
[28] Κ. Σακελλαροπούλου, Προλογικό σημείωμα, Θρησκεία, Εκκλησία και Σύνταγμα, ΤοΣ, 1-2/2020, σελ. VII.
[29] Κοντολογίς, διαφορετικές προερμηνευτικές αντιλήψεις διατρέχουν την απόφαση 1749-52/2019 (για τη διδασκαλία των θρησκευτικών) από την 1759/2019 (για την αναγραφή του θρησκεύματος στους τίτλους σπουδών). Περαιτέρω, στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας (31.1.2020), το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι «το κράτος απαγορεύεται να επιδιώκει τον στόχο της κατήχησης που μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν σέβεται τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων» (σκέψη 75). Βλ. αναλυτικά Ε. Βενιζέλο, Η αμφιθυμία της πρόσφατης νομολογίας γύρω από τη θρησκευτική ελευθερία και το μάθημα των θρησκευτικών. Ο εσωτερικός διάλογος στο Σ.τ.Ε. και οι αποκλίσεις από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α, ό.π., σελ. 26-30.
[30] Σκ. 11.
[31] Σε αντίθεση με προηγούμενη απόφασή του (ΣτΕ 2980/2013), με την οποία είχε απορρίψει ως απαράδεκτη συναφή αίτηση ακύρωσης με αντικείμενο την ανάρτηση θρησκευτικών εικόνων στα διοικητικά δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, το Δικαστήριο εξέτασε την ουσία του ζητήματος. Βλ. τα σχόλια στην ΣτΕ 71/2019 των Α. Καϊδατζή, Αρμ., 4/2020, σελ.708-709, Ι. Καστανά, Νομοκανονικά, 1/2020, σελ.144-149, Χ. Καυκά, Θρησκευτικά σύμβολα στις δικαστικές και τις σχολικές αίθουσες με αφορμή την απόφαση 71/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΤοΣ, 1-2/2020, σελ. 559 επ. Επίσης, Ι. Καμτσίδου, Τα θρησκευτικά σύμβολα στον δημόσιο χώρο: η σκοπιά του Συνταγματικού Δικαίου, http://law-constitution.web.auth.gr/kamtsidou/2018/04/28/τα-θρησκευτικά-σύμβολα-στον-δημόσιο/#_ftn1, Ε. Καλαμπάκου, Τα σύμβολα στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Σχόλιο στην απόφαση Lautsi et Autres c. Italie, ΔτΑ, 49/2011, σελ. 231 επ.
[32] Σκ. 5.
[33] Βλ. Λ. Παπαδοπούλου, Περί του θρησκεύματος των ταυτοτήτων, ό.π., σελ. 722.
[34] Βλ. John Rawls, Πολιτικός Φιλελευθερισμός, μετ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Σπύρος Μαρκέτος, πρόλογος: Σπύρος Μαρκέτος, Μεταίχμιο, 2017, σελ. 199 επ.
[35] Ε. Βενιζέλος, Η αμφιθυμία της πρόσφατης νομολογίας γύρω από τη θρησκευτική ελευθερία και το μάθημα των θρησκευτικών. Ο εσωτερικός διάλογος στο Σ.τ.Ε. και οι αποκλίσεις από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α, ό.π. σελ.25.
[36] Για την έννοια του δημόσιου χώρου και τις συνταγματικές της εκφάνσεις βλ. Σ. Γεωργίου, Τα συνταγματικά θεμέλια του δημόσιου χώρου, Σάκκουλας, 2017.
[37] Τη διάκριση ανάμεσα στα θερμά και τα ψυχρά στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος έχει διατυπώσει ο Ν. Σεβαστάκης, Ταξίδι στο άγνωστο. Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού, Στερέωμα, 2020, σελ. 67-74.
[38] Κ. Σακελλαροπούλου, ό.π., σελ. VI.